Υλίκη

Υλίκη
η
λίμνη στη Βοιωτία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Υλίκη — I Λίμνη (22.730 τ. χλμ. περίπου) της Βοιωτίας στα Β. της Θήβας, γνωστή στην αρχαιότητα και με τις ονομασίες Υλική και Άρμα. Σ’ αυτήν διοχετεύονται τα νερά του δυτικού λεκανοπέδιου της επαρχίας Λιβαδειάς, όπως του Κηφισού, ο οποίος, αφού δεχτεί… …   Dictionary of Greek

  • ὑλικῇ — ὑ̱λικῇ , ὑλικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλική — ὑ̱λική , ὑλικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αναξίμανδρος — I (Μίλητος 611/10 – 547/6 π.Χ.). Φιλόσοφος. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες. Ήταν πάντως αρχηγός της Σχολής της Μιλήτου στα μέσα του 6ου αι., μετά τον Θαλή. Από το έργο του διασώζεται μια περικοπή που αναφέρει ο Αριστοτέλης και… …   Dictionary of Greek

  • αντισωμάτιο — Όρος με τον οποίο προσδιορίζεται στην πυρηνική φυσική ένα στοιχειώδες σωμάτιο που έχει ιδιότητες αντίθετες από τις ιδιότητες ενός καθορισμένου ατομικού σωματίου. Ένα α. είναι ένα είδος κατοπτρικής εικόνας ενός σωματίου: όταν ένα σωμάτιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Илики — Эта страница требует существенной переработки. Возможно, её необходимо викифицировать, дополнить или переписать. Пояснение причин и обсуждение на странице Википедия:К улучшению/17 октября 2012. Дата постановки к улучшению 17 октября 2012 …   Википедия

  • αλληλεγγύη — Η ηθική ή υλική αλληλοβοήθεια ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνίας ή μιας ομάδας της· η αμοιβαία εγγύηση· η αμοιβαία σχέση δύο ή περισσότερων ατόμων με πνεύμα δικαιοσύνης και αδελφότητας που εκδηλώνεται σε πράξεις αλληλοεξυπηρέτησης. Η α. διακρίνεται… …   Dictionary of Greek

  • αποζημίωση — Το ποσό που υποχρεώνεται να καταβάλει κάποιος σε τρίτο, ως αποκατάσταση της ζημιάς που του προξένησε με πράξη ή παράλειψή του, αντίθετη προς τον νόμο. Σκοπός της α. είναι η υλική και ηθική –σε ορισμένες περιπτώσεις– αποκατάσταση του προσώπου που… …   Dictionary of Greek

  • ενσαρκώνω — και ενσαρκώ (Μ ἐνσαρκῶ, όω) [ένσαρκος] δίνω σάρκα, ανθρώπινη υπόσταση νεοελλ. 1. πραγματοποιώ, δίνω υλική υπόσταση 2. εμφανίζω κάτι αφηρημένο σαν απτό, υλικό σώμα 3. (για πρόσ.) παρουσιάζομαι ως η υλική φανέρωση μιας ιδέας («ενσαρκώνει τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”